- στερεάν
- στερεά̱ν , στερεόςfirmfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεᾶν — στερεός firm masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 … Dictionary of Greek
ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ВЛАХЕРНСКИЙ МОНАСТЫРЬ — Влахернский мон рь близ Арты Влахернский мон рь близ Арты [греч. ἡ Βλαχέρνα], памятник поздневизант. архитектуры и живописи, расположенный к северо востоку от г. Арта (Эпир, Греция). Впервые упоминается в соборном послании Навпактского митр.… … Православная энциклопедия